- ἀνθεμόρρυτος
- ἀνθεμό-ρρῠτος, ον,A flowing from flowers, ἀ. γάνος μελίσσης, i.e. honey, E.IT634.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ανθεμόρρυτος — ἀνθεμόρρυτος, ον (Α) αυτός που ρέει από λουλούδια (για το μέλι). [ΕΤΥΜΟΛ. < άνθεμον + ρυτός < ερύω «τραβώ, εξάγω»] … Dictionary of Greek
ἀνθεμόρρυτον — ἀνθεμόρρυτος flowing from flowers masc/fem acc sg ἀνθεμόρρυτος flowing from flowers neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)